- Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους
- (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν και διάσημος βιολονίστας, συνθέτης και συγγραφέας. Ο Μ., λαμβάνοντας βέβαια και την κατάλληλη παρότρυνση από τον πατέρα του, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών έμαθε να παίζει κλαβικύμβαλο, ενώ μέχρι την ηλικία των έξι ετών είχε τελειοποιήσει τον χειρισμό του βιολιού, καθώς και την ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει και να εκτελεί μουσικά κομμάτια, απροετοίμαστος. Το 1762 ο Λεοπόλδος συνόδεψε τον Μ. στην πρώτη επιτυχημένη περιοδεία του, η οποία περιελάμβανε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα (Άουγκσμπουργκ, Ουλμ, Φρανκφούρτη, Βρυξέλλες)· αυτή η περιοδεία κορυφώθηκε με την παραμονή του στο Παρίσι, όπου παραχώρησε πολλές συναυλίες στα σαλόνια της αυλής και της Πομπαντούρ. Το 1764 επισκέφθηκε το Λονδίνο, όπου κέρδισε την εκτίμηση του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ και γνώρισε τη μουσική του Χέντελ και της ιταλικής σχολής, που κυριαρχούσε την περίοδο εκείνη στη βρετανική πρωτεύουσα. Πέντε χρόνια αργότερα, έχοντας ολοκληρώσει τη γνωριμία του με την Ευρώπη, επέστρεψε στο Σάλτσμπουργκ, όπου ο αρχιεπίσκοπος του εξέφρασε την επιθυμία να συνθέσει το πρώτο μέρος ενός ορατόριου. Η συγκεκριμένη σύνθεση ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 1767, μαζί με άλλες συνθέσεις που ετοίμαζε ο Μ. για τη Βιέννη· μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και οι κωμικές όπερες Μπαστιάνος και Μπαστιάνα (1768) και Η ψευτοαφελής (1769). Επιδιώκοντας πάντοτε να εξασφαλίζει νέα ερεθίσματα, συμπλήρωσε την κατάρτισή του ακούγοντας έργα Γκλουκ και συχνάζοντας σε συναυλίες των μεγαλύτερων συμφωνιστών τη εποχής του, όπως, για παράδειγμα, του Χάιντν, που υπήρξε στενός φίλος του. Στα τέλη του 1769 επιχείρησε το πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία, πραγματοποιώντας στάσεις στις πόλεις Βερόνα, Μάντοβα, Μπολόνια, Ρώμη, Νάπολη, και Μιλάνο, περιοχές στις οποίες η όπερά του Μιθριδάτης βασιλιάς του Πόντου (1770) έγινε δεκτή με ευνοϊκά σχόλια. Το 1772 παρουσίασε στο Μιλάνο την όπερα Λεύκιος Σύλλας, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για μια φορά ακόμη στο Σάλτσμπουργκ, όπου παρέμεινε έως το 1777 (με συχνές μεταβάσεις στη Βιέννη) αντιμετωπίζοντας την εχθρότητα του νέου αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου. Οι παραστάσεις της όπερας Η ψευτοκηπουρίνα, που δόθηκαν στο Μόναχο και Ο βασιλιάς ποιμένας που ανέβηκε στο Σάλτσμπουργκ –έργα γραμμένα το 1775– δεν ανταποκρίθηκαν στις ελπίδες του για προσπορισμό μεγαλύτερων εσόδων. Το 1777 εγκατέλειψε τη θέση του Konzertmeister (προεξάρχοντος μουσικού) στην αυλή του αρχιεπισκόπου και ταξίδεψε αρχικά στο Μόναχο και αργότερα στο Άουγκσμπουργκ, αναζητώντας μια πιο δημιουργική και καλύτερα αμειβόμενη προσφορά εργασίας. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας έφθασε και στο Μάνχαϊμ, μουσικό κέντρο της Ευρώπης εκείνη την εποχή, λόγω της διάσημης ορχήστρας που διέθετε· εκεί γνώρισε και ερωτεύθηκε την Αλοίσια Βέμπερ. Η περίοδος που ακολούθησε επρόκειτο να είναι εξαιρετικά οδυνηρή για τον Μ., αφού το 1778 πέθανε η μητέρα του, έληξε η σχέση του με την Βέμπερ, ενώ ταυτόχρονα –αυτό ήταν και το ισχυρότερο πλήγμα– αντιμετώπιζε την απόρριψη των αριστοκρατών. Το 1779 παρουσίασε στο Σάλτσμπουργκ την όπερα Θαμώς, βασιλιάς της Αιγύπτου, αν και η πραγματική επιτυχία ήλθε με την όπερα Ιδομενέας, βασιλιάς της Κρήτης (1781), που παρουσιάστηκε στο Μόναχο. Τον ίδιο χρόνο, εγκατεστημένος στη Βιέννη, παντρεύτηκε την Κονστάντσα Βέμπερ, ανιψιά του συνθέτη Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και αδελφή της Αλοίσιας. Παράλληλα με τις εξελίξεις στην προσωπική του ζωή συνέθεσε και την όπερα Η απαγωγή από το σεράι, η οποία ανήκε στην κατηγορία των Singspiel (η γερμανική κωμική όπερα, αντίστοιχη της ιταλικής buffa)και συνετέθη κατόπιν παραγγελίας του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’. Η επιτυχία που σημείωσε στον χώρο της όπερας δεν ίσχυσε και στη σύνθεση έργων οργανικής μουσικής –συμφωνικών και δωματίου– με την οποία ασχολήθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, περίπου τέσσερα χρόνια, ώσπου συνάντησε τον Λορέντζο Ντα Πόντε και επανήλθε στον χώρο του θεάτρου. Η επιστροφή του συνδυάστηκε με τη δημιουργία των αριστουργημάτων Οι γάμοι του Φίγκαρο (1786) και Ο Τιμωρημένος ακόλαστος ή Ντον Τζοβάνι (1787), τα λιμπρέτα των οποίων είχε συγγράψει ο Ντα Πόντε. Και οι δύο όπερες έτυχαν ευνοϊκής αντιμετώπισης στην Πράγα, όπου παρουσιάστηκαν αρχικά, ενώ στη Βιέννη, τον επόμενο σταθμό τους, η υποδοχή ήταν παγερή. Μετά τον θάνατο του Γκλουκ ο Μ. ανέλαβε τη θέση του Kammermusikus (Αυλικού Μουσικού) του αυτοκράτορα Ιωσήφ B’ και ως επιστέγασμα της συνεργασίας συνέθεσε την όπερα Έτσι κάνουν όλες ή Η Σχολή των Εραστών (1790). Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Λεοπόλδος Γ’, ο Μ. συνέθεσε –για την τελετή της στέψης– την όπερα Η επιείκεια του Τίτου (1791) και στη συνέχεια αφιερώθηκε στο τελευταίο θεατρικό έργο του που έφερε τον τίτλο Ο μαγεμένος αυλός, βασισμένο σε γερμανικό λιμπρέτο (Βιέννη, 1791). Εξαντλημένος από την έντονη ζωή και βασανισμένος από τις οικονομικές δυσχέρειες, πέθανε, αφήνοντας ατέλειωτο το Ρέκβιεμ, που του είχε παραγγείλει κάποιος κόμης του Βάλσεγκ και που συμπληρώθηκε μετά τον θάνατό του από τον μαθητή του Φραντς Ξάβερ Ζίσμαγερ. Μολονότι έχει υποστηριχθεί κατά καιρούς ότι ο Μ. δολοφονήθηκε από τον Σαλιέρι, αυτή η πληροφορία παραμένει παντελώς ανεπιβεβαίωτη, ενώ σύγχρονες έρευνες θεωρούν, σχεδόν απόλυτα, ότι ο θάνατός του προήλθε από νεφρική ανεπάρκεια.
Ο Μ. θεωρείτο ένα από τα πλέον κριτικά πνεύματα της εποχής του (όπως και ο Χάιντν) καθώς και μία από τις σημαντικότερες μουσικές μεγαλοφυΐες όλων των εποχών. Έτσι ο Μ., όπως άλλωστε συμβαίνει και με την πλειοψηφία των μεγάλων προσωπικοτήτων, προκάλεσε διαφορετικές αντιφατικές εκτιμήσεις για την αξία του έργου του. Ο Σταντάλ ήταν ο πρώτος που χαρακτήρισε τον Μ. ως δραματικό, μελαγχολικό, ακόμα και τραγικό συνθέτη, ενώ ο Χόφμαν, ο οποίος είχε ανακαλύψει τη μεγαλοφυΐα του Μπετόβεν, εντόπισε το δαιμονιακό στοιχείο στη μουσική του M., αν και με το έργο του Ντον Τζοβάνι έχει συμπεριληφθεί στους δημιουργούς του ρομαντικού μουσικού δράματος. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. και μέχρι την εμφάνιση του Μπετόβεν εξακολούθησαν να επικρατούν τέτοιες εντυπώσεις, οι οποίες κατευνάστηκαν στην πορεία από τους Σούμαν και Μπερλιόζ, που διέγνωσαν στη μουσική του Μ. ένα κλίμα γαλήνης και ηρεμίας. Αυτές οι δύο εικόνες –ο Μ. απολλώνιος και ο Μ. ρομαντικός– εναλλάσσονταν σχεδόν στο σύνολο του 19ου αι., γεγονός που συσχετιζόταν με τη μεταβολή των αισθητικών και πολιτιστικών τάσεων. Τελικά, ο Βάγκνερ ήταν εκείνος που απήλλαξε τη μουσική του Μ. από ψυχρές και ακαδημαϊκά άμεμπτες ερμηνείες, διεκδικώντας γι’ αυτήν πρωτοφανείς εκφραστικές εξάρσεις. Στα πρώτα χρόνια του 20ού αι. (1919-21) δύο μονογραφικοί τόμοι, που δημοσιεύθηκαν από το Χέρμαν Άμπερτ, συντάχθηκαν με πρόθεση την παρουσίαση του Μ. ως μεγαλοφυούς προδρόμου του Μπετόβεν και καλλιτεχνικού πνεύματος ικανού να μεταμορφώνει σε μουσική τα ανθρώπινα αισθήματα. Η καθολικότητα του έργου του Μ. υπογραμμίστηκε από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο οποίος τοποθέτησε τον συνθέτη σε θέση απόλυτης υπεροχής, σε μεγάλη απόσταση από τους Χάιντν, Μπετόβεν, Βάγκνερ και Βέρντι. Ο Αϊνστάιν υποστήριξε με πάθος την άποψη ότι ο Μ. ήταν ο μουσικός που προσέθεσε νέα στοιχεία σε όλα τα μουσικά είδη με τα οποία ασχολήθηκε.
Ασυνήθιστο χαρακτηριστικό, ενδεικτικό της δημιουργικής μεθόδου του Μ., αποτελούσε η ικανότητά του, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τα χειρόγραφά του, να συλλαμβάνει άμεσα, ακόμη και την πιο δύσκολη μουσική σύνθεση, αποτυπώνοντάς την στο πρόχειρο με την ολοκληρωμένη της μορφή. Στις συνθέσεις του διακρίνει κανείς τόσο τον χαριτωμένο και διαυγή χαρακτήρα της ιταλικής μουσικής κουλτούρας, όσο και τη γερμανική τυπική και αντιστικτική επινοητικότητα. Επιτυγχάνοντας τον αρμονικό συγκερασμό αυτών των χαρακτηριστικών ο Μ. εξέφρασε το κλασικό στυλ του 18ου αι., πρόθεση του οποίου ήταν η καθαρότητα και η περιεκτικότητα σε συνδυασμό με την καλλιέργεια ιδεών σχετικών με την έννοια της συναισθηματικής πληρότητας. Η συγκεκριμένη διάθεση αποκαλύπτεται, με πιο παραστατικό τρόπο, στις μελωδίες που συνέθεσε για κοντσέρτα, όπου εναλλάσσεται με έντονο τρόπο, η σόλο και η ορχηστρική εκτέλεση· κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στις όπερές του με τις εναλλαγές ανθρώπινων χαρακτήρων, υποκείμενων στον χειρισμό μεταβαλλόμενων καταστάσεων.
Στη διάρκεια της πολύ σύντομης ζωής του ο Μ. συνέθεσε πάνω από εξακόσια έργα (ο κατάλογος των έργων του συστηματοποιήθηκε από τον Λούντβιχ Κέχελ, από το όνομα του οποίου προέρχεται το Κ που προηγείται του αριθμού του εκάστοτε έργου), μεταξύ των οποίων 24 όπερες, 41 συμφωνίες, 19 λειτουργίες, 13 σερενάτες, 7 κοντσέρτα για βιολί και ορχήστρα, 22 κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, 19 σονάτες για πιάνο, 38 σονάτες για βιολί και πιάνο και πολλά άλλα μουσικά κομμάτια διαφορετικών ειδών. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές εκδόσεις έργων για τον Μ. συγκαταλέγεται η έκδοση της Λειψίας (23 τόμοι), που τυπώθηκε μεταξύ 1876 και 1883. Το 1842 ιδρύθηκε στο Σάλτσμπουργκ το ινστιτούτο Μοτσαρτέουμ για τη διάδοση των έργων του Μ.
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, μία από τις μεγαλύτερες μουσικές ιδιοφυΐες όλων των εποχών, σε πορτρέτο του Γ. Λάνγκε.
Μία σκηνή από τον «Μαγεμένο αυλό», το τελευταίο θεατρικό έργο του Μότσαρτ, σε μία παράσταση της Όπερας της Βουδαπέστης.
Dictionary of Greek. 2013.